- ἱππέα
- ἱππέᾱ , ἱππεύςone who fights from a chariotmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱππέα — Ἱππέᾱ , Ἱππεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππέας — Ἱππέᾱς , Ἱππεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέας — ἱππέᾱς , ἱππεύς one who fights from a chariot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κομοτηνής — Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Θράκη, που καλύπτουν την περίοδο από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Η οργάνωση της… … Dictionary of Greek
ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… … Dictionary of Greek
ασιατικός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προσωνυμία του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου ΙΓ’ (1ος αι. π.Χ.). 2. Απελεύθερος του Γάλβα και εραστής του Βιτέλιου, που τον ανακήρυξε Ρωμαίο ιππέα (1ος αι. μ.Χ.). Μετά την πτώση του Βιτέλιου, τον θανάτωσαν ατιμωτικά οι… … Dictionary of Greek
αφίππευση — η η κάθοδος του ιππέα από τον ίππο, το ξεπέζεμα … Dictionary of Greek